- νεότροφος
- νεό-τροφος, ον,A = νεοτρεφής, A.Ag.724 (lyr.), Cratin.326.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεότροφος — νεότροφος, ον (Α) (ποιητ. τ.) νεοτρεφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τροφος (< τρέφω), πρβλ. λιπαρό τροφος] … Dictionary of Greek
νεότροφον — νεότροφος masc/fem acc sg νεότροφος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοτρόφου — νεότροφος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek